„αναθεματισμένος“ αναθεματισμένος [anaθematizˈmenos], αναθεματισμένη, αναθεματισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verdammt verdammt αναθεματισμένος αναθεματισμένος