„αναδομώ“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα αναδομώ [anaðoˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umstrukturieren umstrukturieren αναδομώ αναδομώ