„αναδιάρθρωση“: θηλυκό αναδιάρθρωση [anaðˈiarθrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Neuregelung Neuregelungθηλυκό | Femininum, weiblich f αναδιάρθρωση αναδιάρθρωση