„αναγόρευση“: θηλυκό αναγόρευση [anaˈɣorefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Ernennung Ernennungθηλυκό | Femininum, weiblich f αναγόρευση αναγόρευση