„αναγορεύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναγορεύομαι [anaɣoˈrevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ernannt werden ernannt werden αναγορεύομαι αναγορεύομαι examples αναγορεύομαι διδάκτωρ promovieren αναγορεύομαι διδάκτωρ