„αναγκαστικά“: επίρρημα αναγκαστικά [anaŋgastiˈka]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gezwungenermaßen, unfreiwillig gezwungenermaßen, unfreiwillig αναγκαστικά αναγκαστικά