„αναγεννιέμαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναγεννιέμαι [anajeˈɲeme]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich regenerieren sich regenerieren αναγεννιέμαι αναγεννιέμαι