αναγέννηση
[anaˈjenisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Wiedergeburtθηλυκό | Femininum, weiblich fαναγέννησηRegenerierungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναγέννησηαναγέννηση