ανίκητος
[aˈnikjitos], ανίκητη, ανίκητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unbesiegtανίκητος που δε νικήθηκεανίκητος που δε νικήθηκε
- unbesiegbarανίκητος που δε νικιέταιανίκητος που δε νικιέται