„ανάτυπο“: ουδέτερο ανάτυπο [aˈnatipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sonderdruck Sonderdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάτυπο ανάτυπο