„ανάποδη“: θηλυκό ανάποδη [aˈnapoði]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Rückseite Rückseiteθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάποδη μεριά υφάσματος ανάποδη μεριά υφάσματος