„ανάλογος“ ανάλογος [aˈnaloɣos], ανάλογη, ανάλογοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entsprechend entsprechend (προς, μεδοτική | Dativ dat) ανάλογος ανάλογος examples ανάλογος του μισθού lohnabhängig ανάλογος του μισθού