„ανάλαφρος“ ανάλαφρος [aˈnalafros], ανάλαφρη, ανάλαφροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) leicht, graziös leicht ανάλαφρος ανάλαφρος graziös ανάλαφρος χαριτωμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ανάλαφρος χαριτωμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ