ανάδοχος
[aˈnaðoxos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ανάδοχη, ανάδοχοOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
examples
- ανάδοχη μητέραθηλυκό | Femininum, weiblich fAdoptivmutterθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανάδοχοι γονείςπληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mplAdoptivelternπληθυντικός | Plural pl
ανάδοχος
[aˈnaðoxos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Auftragnehmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fανάδοχοςανάδοχος
examples
- ανάδοχος του έργουBauleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f