„ανάδειξη“: θηλυκό ανάδειξη [aˈnadiksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Berufung, Ernennung Berufungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάδειξη Ernennungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάδειξη ανάδειξη