„ανάγωγος“ ανάγωγος [aˈnaɣoɣos], ανάγωγη, ανάγωγοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ungezogen, frech ungezogen, frech ανάγωγος ανάγωγος