„ανάγραμμα“: ουδέτερο ανάγραμμα [aˈnaɣrama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Anagramm Anagrammουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανάγραμμα ανάγραμμα