ανάβαση
[aˈnavasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Aufstiegαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάβαση στην ορειβασίαBesteigungθηλυκό | Femininum, weiblich f (σεγενική | Genitiv gen)ανάβαση στην ορειβασίαανάβαση στην ορειβασία
examples
- ανάβαση όρουςBergbesteigungθηλυκό | Femininum, weiblich f