αμφισβήτηση
[amfizˈvitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Bestreitungθηλυκό | Femininum, weiblich fαμφισβήτησηαμφισβήτηση
examples
- αμφισβήτηση συνόρωνGrenzstreitigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f