„αμυλούχος“ αμυλούχος [amiˈluxos], αμυλούχα, αμυλούχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stärkehaltig stärkehaltig αμυλούχος αμυλούχος