αμυδρότητα
[amiˈðrotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Undeutlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fαμυδρότηταMattheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαμυδρότητααμυδρότητα