αμυδρός
[amiˈðros], αμυδρή, αμυδρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschwommenαμυδρόςαμυδρός
- schwachαμυδρός ανάμνηση, ελπίδα, φωςαμυδρός ανάμνηση, ελπίδα, φως
- vageαμυδρός ανάμνησηαμυδρός ανάμνηση
examples
- αμυδρή ελπίδαθηλυκό | Femininum, weiblich fHoffnungsschimmerαρσενικό | Maskulinum, männlich m