„αμυγδαλόλαδο“: ουδέτερο αμυγδαλόλαδο [amiɣðaˈlolaðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mandelöl Mandelölουδέτερο | Neutrum, sächlich n αμυγδαλόλαδο αμυγδαλόλαδο