„αμυγδαλωτό“: ουδέτερο αμυγδαλωτό [amiɣðaloˈto]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Marzipan Marzipanουδέτερο | Neutrum, sächlich n αμυγδαλωτό αμυγδαλωτό