αμυγδαλοειδής
[amiɣðaloiˈðis], αμυγδαλοειδής, αμυγδαλοειδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- mandelförmigαμυγδαλοειδήςαμυγδαλοειδής
Thank you for your feedback!