„αμπελοκαλλιεργητής“: αρσενικό αμπελοκαλλιεργητής [ambelokalierjiˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Winzer Winzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμπελοκαλλιεργητής αμπελοκαλλιεργητής