„αμπαλάζ“: ουδέτερο αμπαλάζ [ambaˈlaz]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verpackung Verpackungθηλυκό | Femininum, weiblich f αμπαλάζ δώρου αμπαλάζ δώρου