„αμορτισέρ“: ουδέτερο αμορτισέρ [amortiˈser]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stoßdämpfer Stoßdämpferαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμορτισέρ αμορτισέρ