„αμοιβαιότητα“: θηλυκό αμοιβαιότητα [amiveˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gegenseitigkeit Gegenseitigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αμοιβαιότητα αμοιβαιότητα