αμνιοκέντηση
[amnioˈkjendisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fruchtwasseruntersuchungθηλυκό | Femininum, weiblich fαμνιοκέντηση ιατρική | Medizinιατραμνιοκέντηση ιατρική | Medizinιατρ