„αμμόλοφος“: αρσενικό αμμόλοφος [aˈmolofos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Düne, Sanddüne Düneθηλυκό | Femininum, weiblich f αμμόλοφος Sanddüneθηλυκό | Femininum, weiblich f αμμόλοφος αμμόλοφος