„αμμόλιθος“: αρσενικό αμμόλιθος [aˈmoliθos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sandstein Sandsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμμόλιθος αμμόλιθος