„αμμοκονίαμα“: ουδέτερο αμμοκονίαμα [amokoˈniama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Mörtel Mörtelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμμοκονίαμα αμμοκονίαμα