„αμμοθύελλα“: θηλυκό αμμοθύελλα [amoˈθiela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sandsturm Sandsturmαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμμοθύελλα αμμοθύελλα