αμεταχείριστος
[ametaˈçiristos], αμεταχείριστη, αμεταχείριστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ungebrauchtαμεταχείριστοςαμεταχείριστος
Thank you for your feedback!