„αμεριμνησία“: θηλυκό αμεριμνησία [amerimniˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sorglosigkeit Sorglosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αμεριμνησία αμεριμνησία