„αμβλύς“ αμβλύς [amˈvlis], αμβλεία, αμβλύεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stumpf stumpf αμβλύς κ. πόνος, γωνία αμβλύς κ. πόνος, γωνία examples αμβλεία γωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f stumpfer Winkelαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμβλεία γωνίαθηλυκό | Femininum, weiblich f