„αμβλύνω“: μεταβατικό ρήμα αμβλύνω [amˈvlino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) entschärfen entschärfen αμβλύνω κατάσταση αμβλύνω κατάσταση examples αμβλύνω τους κραδασμούς σε abfedern αμβλύνω τους κραδασμούς σε