„αμβλύνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αμβλύνομαι [amˈvlinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abstumpfen, stumpf werden abstumpfen, stumpf werden αμβλύνομαι αμβλύνομαι