„αμβλύνοια“: θηλυκό αμβλύνοια [amˈvlinia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stumpfsinnigkeit Stumpfsinnigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αμβλύνοια αμβλύνοια