„αμβλυγώνιος“ αμβλυγώνιος [amvliˈɣonios], αμβλυγώνια, αμβλυγώνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) stumpfwinklig stumpfwinklig αμβλυγώνιος αμβλυγώνιος