„αμαχητί“: επίρρημα αμαχητί [amaçiˈti]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) kampflos kampflos αμαχητί αμαχητί examples παραδίνομαι αμαχητί sich kampflos ergeben παραδίνομαι αμαχητί