„αμανίτης“: αρσενικό αμανίτης [amaˈnitis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fliegenpilz examples αμανίτης ο μυγοκτόνος Fliegenpilzαρσενικό | Maskulinum, männlich m αμανίτης ο μυγοκτόνος