„αμάλγαμα“: ουδέτερο αμάλγαμα [aˈmalɣama]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Amalgam Amalgamουδέτερο | Neutrum, sächlich n αμάλγαμα αμάλγαμα