„αλυσοπρίονο“: ουδέτερο αλυσοπρίονο [alisoˈpriono]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Kettensäge Kettensägeθηλυκό | Femininum, weiblich f αλυσοπρίονο αλυσοπρίονο