„αλουμίνιο“: ουδέτερο αλουμίνιο [aluˈminio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aluminium Aluminiumουδέτερο | Neutrum, sächlich n αλουμίνιο αλουμίνιο