„αλογίκευτος“ αλογίκευτος [aloˈjikjeftos], αλογίκευτη, αλογίκευτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unbelehrbar unbelehrbar αλογίκευτος αλογίκευτος