„αλλοπρόσαλλος“ αλλοπρόσαλλος [aloˈprosalos], αλλοπρόσαλλη, αλλοπρόσαλλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) wankelmütig wankelmütig αλλοπρόσαλλος αλλοπρόσαλλος