αλλοδαπός
[aloðaˈpos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αλλοδαπή, αλλοδαπόOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausländischαλλοδαπόςαλλοδαπός
αλλοδαπός
[aloðaˈpos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ausländerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαλλοδαπός διοικητικός όρος | amtlichδιοικαλλοδαπός διοικητικός όρος | amtlichδιοικ