αλληλουχία
[aliluˈçia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Folgeθηλυκό | Femininum, weiblich fαλληλουχίααλληλουχία
examples
- αλληλουχία αποδείξεωνBeweisketteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλληλουχία βημάτωνSchrittfolgeθηλυκό | Femininum, weiblich f